εγερσιβόητος

εγερσιβόητος
ἐγερσιβόητος, -ον (Α) φρ. «ἐγερσιβόητος ἀλέκτωρ» — ο αλέκτωρ που μάς ξυπνάει με το λάλημά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”